- καταρχαιρεσιάζω
- καταρχαιρεσιάζω (Α)1. νικώ κάποιον στις εκλογές, ιδίως με άνομα μέσα2. παθ. καταρχαιρεσιάζομαιδιαφθείρομαι με δώρα, δεκάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀρχαιρεσιάζω (< ἀρχαιρεσία «συνέλευση για εκλογή αρχών»)].
Dictionary of Greek. 2013.